Ιστορια

Galaxidi - Γαλαξίδι

Galaxidi - Γαλαξίδι

Ιστορία Γαλαξιδίου

Μπορούμε να διαιρέσουμε την ιστορία του Γαλαξειδίου σε πέντε περιόδους: την αρχαία (έως το 10ομ.Χ. αιώνα), τη Βυζαντινή (έως το 1446μ.Χ.), της Τουρκοκρατίας, την εποχή των ιστιοφόρων (1830-1910) και τη νεότερη. Το Γαλαξείδι από τις ιστορικές μαρτυρίες φέρεται σαν μια πανάρχαια ναυτική πολιτεία από τις αξιολογότερες των Εσπερίων Λοκρών.
Tο αρχαίο όνομά του ήταν “Οιάνθεια”, ή Χάλειο, σύμφωνα με μελέτες επιστημόνων. Τα ερείπια των τειχών σώζονται ακόμα. Οι σύγχρονοι αρχαιολόγοι τοποθετούν στο σημερινό Γαλαξείδι στο αρχαίο Χάλειον, ή Χάλαιον. Τη σημασία της περιοχής υποδηλώνει η εύρεση το 1848 δύο σπουδαιότατων χάλκινων επιγραφών του 5ου π.Χ. αιώνα με τα “αποικία των Λοκρών γράμματα”, όπως τα ονομάζει ο Κ. Σάθας, που κατέληξαν στο Βρετανικό Μουσείο, όπως και 97 περίπου χάλκινα ευρήματα. Στη μία από αυτές αναγράφεται συνθήκη μεταξύ των πόλεων Οιάνθειας και Χαλείου. Ο Νικ. Βέης δέχεται ότι το ερειπωμένο Χάλεω ξαναχτίστηκε από κάποιον Βυζαντινό τοπάρχη, που λεγόταν Γαλαξείδης (Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών 1944).

Ο ιστορικός μας Παυσανίας περιγράφει αυτή ως πόλη που είχε το Ναό της Αφροδίτης. Πάνω από την πόλη υπήρχε δάσος από κυπαρίσσια και κουκουναριές και εντός του δάσους ο Ναός της Αρτέμιδος με το άγαλμά της. Υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα στην αντίστοιχη περιοχή.

Μερικές από τις πιο σημαντικές χρονικές περιόδους στην μακρόχρονη ιστορία του είναι οι παρακάτω:

Το 981μ.Χ. υφίσταται μακροχρόνια ερήμωση από τις επιδρομές των Βουλγάρων, οι οποίοι κατακρεούργησαν “ότι ευρήκασι ζωντανό”, όπως αναφέρεται στο Χρονικό του Γαλαξειδίου. Το 1204 μ.Χ. κατελήφθη από τους Φράγκους αλλά βοήθησε τους Δεσπότες Ηπείρου Μιχαήλ Α´ και Β´, Αγ. Κομνηνό στους αγώνες τους κατά του Βυζαντινού Αυτοκράτορα και για ευγνωμοσύνη ο Μιχαήλ Β´ έχτισε το 1250 το Μοναστήρι του Σωτήρα Χριστού. Το 1269 μ.Χ. ο Δούκας Νέων Πατρών Ιωάννης Κομνηνός ο νόθος κατέλαβε το Γαλαξείδι. Το 1313 μ.Χ. πολέμησε κατά των αιμοχαρών Καταλανών, όπου νίκησε αυτούς πλην όμως λόγω των μεταξύ των Ελλήνων διχονοιών ηττήθηκε από τους Καταλανούς και υπέστη ανηλεή σφαγή, πυρπόληση και λεηλασία. Στο τέλος του 14ου αιώνα οι ιππότες της Ρόδου αγόρασαν από τους Καταλανούς το Γαλαξείδι και το επανέκτησαν. Έκτισαν επίσης και το Ναό του Αγίου Παντελεήμονα μπροστά στο Ναό του Αγίου Νικολάου. Κατά τα μέσα του 15ου μ.Χ. αιώνα ο Βυζαντινός διοικητής Βοστίτσης κατέλαβε από τους Τούρκους το Γαλαξείδι και το ονόμασε Κατακουζηνούπολη από το όνομά του (Κατακουζηνός). Αργότερα όμως το κατέλαβαν πάλι οι Τούρκοι και εγκατέστησαν σε αυτό Μπέη. Το 1655μ.Χ.ο αιμοβόρος Τούρκος πειρατής Τουράντζ-Μπέης επέδραμε κατά του Γαλαξειδιού και λεηλάτησε, πυρπόλησε, βίασε τις γυναίκες και έσφαξε τους κατοίκους. Όσοι διασώθηκαν φεύγοντας στα όρη εγκαταστάθηκαν στο εκκλησάκι της κλεφτοπαναγιάς στη θέση Παλιογαλαξείδι. Το 1668, μετά από θείο όραμα, επανέρχονται στη σημερινή θέση και την καινούργια πολίχνη την ονόμασαν Πενταγιοί. Το 1676 ο περιηγητής Ιάκωβος Σπόν αναφέρει ότι ονομαζόταν ακόμα Πενταγιοί. Το 1701 του δίνουν και πάλι το παλαιό του όνομα Γαλαξείδι. Κατά το 17ο και 18ο μ.Χ. αιώνες οι Γαλαξειδιώτες μαζί με άλλους Έλληνες επαναστάτησαν κατά των Τούρκων, κατεπνίγει όμως η επανάσταση από τους Τούρκους και πλήρωσαν ακριβά τον αγώνα τους. Κατά την επανάσταση του 1821 προσέφερε πολλά στον αγώνα. Αναφέρονται οι αγωνιστές: Γιάννης Μητρόπουλος, οπλαρχηγός, ο οποίος πήρε μέρος με τα παλικάρια του, 32 Γαλαξειδιώτες, στο Χάνι της Γραβιάς.
Στην άλωση του Κάστρου των Σαλώνων έλαβαν μέρος 25 Γαλαξειδιώτες. Κατά την περίοδο της επαναστάσεως ισχυρά μοίρα τουρκικού στόλου υπό του Ισμαήλ Πασά με 2.000 χιλιάδες Τούρκους απεβιβάστη την ημέρα του Πάσχα στο Γαλαξείδι και προέβη στην πυρπόληση, λεηλασία, σφαγή και βιασμό όσων γυναικών βρήκαν καθώς και στην αρπαγή των πλοίων του. Στις αρχές του 1829 οι κάτοικοί του ξαναγύρισαν στην προγονική εστία. Το Γαλαξείδι ανοικοδομήθηκε επί Βασιλείας του Όθωνα, πρώτου Βασιλιά της Ελλάδας.
Η δεκαετία 1830-1840 ήταν η εποχή της Αναγέννησης. Οι Γαλαξειδιώτες ύστερα από μακρά ανάπαυλα, στηρίχθηκαν σε ξένα κεφάλαια και ναυπηγούς, έτσι ώστε μετά το 1840 να έχουν μία αυτοδύναμη ανάπτυξη του Γαλαξειδιώτικου στόλου. Το 1860 βρίσκει το Γαλαξείδι με περισσότερα από 300 πλοία, πολλά ανάμεσα στους 300 και 800 τόνους. Τα 152 είναι πρώτης κλάσεως , 155 δεύτερης και 12 ναυτολογημένα σε άλλους λιμένες, κυρίως του Πειραιά και της Σύρου. Το Γαλαξείδι έχει φτάσει πια στη μεγαλύτερη του ακμή. Δεκαπέντε έως είκοσι καράβια ρίχνονται κάθε χρόνο στη θάλασσα. Δεν αρκούνται όμως εδώ. Ο πόθος τους και το όραμά τους είναι να αναδείξουν την πατρίδα τους αυτόνομο και πρότυπο ναυτιλιακό κέντρο. Καλούν ονομαστούς δασκάλους της ναυτικής τέχνης και ανοίγουν Ναυτική Σχολή για βαθύτερη και επιστημονικότερη γνώση της ναυτιλίας.
Στον οικονομικό τομέα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τρεις βασικούς παράγοντες: α) την έλλειψη δανειοδοτικού συστήματος κρατικού, ή ιδιωτικού, β) την αντιμετώπιση των γνωστών δυσχερειών της ιστιοφόρου ναυτιλίας. Τα ναυάγια, οι αβαρίες, οι προσαράξεις και οι πειρατείες ήταν φαινόμενα συχνά και αναπόφευκτα, που πολλές φορές ήταν μοιραία για τους καραβοκύρηδες. γ) την ανάγκη αποδέσμευσης της
Γαλαξειδιώτικης ναυταγοράς από τα ξένα κεφάλαια και κυρίως τα Πατρινά.

Για τους τρεις αυτούς λόγους ιδρύουν την πρωτότυπη και μοναδική στον Ελληνικό χώρο σωματειακής φύσεως θαλάσσια αλληλασφάλεια με μόνο σκοπό την αμοιβαία ασφάλεια των πλοίων. Η ωραία αυτή εποχή πλησιάζει στο τέλος της. Το 1890 αρχίζει η παρακμή και οι ναυπηγήσεις γίνονται αραιότερες. Το 1903 πέφτει στη θάλασσα το τελευταίο καράβι. Τα σκεπάζει ο ατμός, οι δε Γαλαξειδιώτες θες από απογοήτευση γιατί οι πρώτοι που αγόρασαν καράβια δεν ευδοκίμησαν, θέλεις γιατί δε μπόρεσαν να αποχωριστούν απ΄ το πανί, που γιαυτούς ήταν σύμβολο, δεν ακολούθησαν την εποχή.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Γαλαξειδιώτες πήραν ενεργό μέρος στα απελευθερωτικά κινήματα με κορύφωση την επανάσταση του 1821, για τους σκοπούς της οποίας διέθεσαν ανιδιοτελώς τα καράβια τους.

Διαδραματίστηκαν κατά τις διάφορες εποχές πολλά θαλασσινά δράματα και επαίχθηκαν ως θαλασσινά έργα και γράφτηκαν πολλά χρονογραφήματα όπως: “η Θυμνιούλα η Γαλαξειδιώτισα και ο Καπετάν Νικολός”, “ο Λάμπρος και η Λαμπρινή”, “ο Λάμπρος Κατσιώνης και η Ελεφάντω” κλπ.

Η συμβολή του στον πόλεμο του 1940 ήταν πολύ μεγάλη. Πολλά λεβεντόπαιδά του έπεσαν στις διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις σημειώνοντας σειρά από αξιοθαύστες ηρωϊκές πράξεις

Πεντεόρια

Τα Πεντεόρια έχουν βαθιά τις ρίζες τους στο διάβα των χρόνων. Είναι ένας τόπος που φέρνει τα ίχνη της οικήσεώς του από τους Πελασγούς και αργότερα από τους Οζολούς Λοκρούς (Ελληνικά φύλα αμφότερα) αλλά και των εισβολέων Ενετών, Φράγκων και Τούρκων. Το χωριό αναφέρεται εις το, από 1703, χρονικό του Γαλαξειδιού, του Ιερομόναχου Ευθ. Πενταγιώτη, ως υφιστάμενο ήδη από το έτος 1571 (Ναυμαχία της Ναυπάκτου) με το σημερινό όνομα. Κατ΄άλλους ιστορικούς υπήρχε ήδη ως ¨Πεντεόρια¨ προ του 10ου αιώνος, εις τα πλαίσια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Γνωρίζουμε επίσης από ιστορικές πηγές, αρχεία του Κράτους, Ιστορικά βιβλία και από τις εγκυκλοπαίδιες στο λήμμα Πεντεόρια, Πεντεόρνια ή Πεντώρη, ότι οι Πεντεορίτες πρόγονοί μας συμμετείχαν σε όλες τις μάχες που έγιναν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και έχυσαν άφθονο αίμα για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Μερικά από τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στα Πεντεόρια κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας είναι τα παρακάτω. Το 1770 αποτέλεσαν πεδίο πολλαπλών προεπαναστατικών συγκρούσεων κλεφταρματολών και Τούρκων και διεξήχθηκαν πολλές στιγηρές μάχες. Σε μια από αυτές οι Αρματωλοί της περιοχής συνέτριψαν το Δερβέναγκα Σελίμπεη, όπου οι Τούρκοι απώλεσαν τη μισή δύναμή τους και ετράπησαν σε φυγή προς τα Σάλωνα.

Τα χρόνια αυτά δύο αρματωλοί-Καπεταναίοι Πενταορίτες ξεχώρισαν για τη δράση τους. Ο Θανάσης Βαρελάς,ή Βερελής και ο Θεοχάρης (άγνωστο το μικρό όνομα).

Στη θέση “Παλάτια” υπάρχουν οι τάφοι των θρυλικών αρματωλών Αστραπόγιαννου και Λαμπέτη, που ύμνησε δια του μνημοσύνου ποιήματός του ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Το 1821 στο παρακείμενο λόφο “Παναγιά” έγινε μεγάλη εναντίον τών Τούρκων, όπου έπεσαν οι πλείστοι των Ελλήνων. Στις 5 Μαϊου του 1825 έγινε μεγάλη μάχη κατά των Τούρκων του Κεχαγιάμπεη, οι οποίοι έρχονταν από Ναύπακτο για κατάληψη των Σαλώνων. Οι Έλληνες ήταν περίπου 800 και τελούσαν υπό την αρχηγία του Νάκου Πανουργιά, Σκαλτσοδήμου, Γιάννη Γκούρα και του εκ Χρισσού καπετάν Κουτρομπόγιαννου, ο οποίος φονευθεί στη μάχη αυτή. Οι Τούρκοι ήταν 2000 και κατά άλλους 8000 πεζοί και 150 ιππείς. Όταν αντιλήφθησαν ότι είχαν περικυκλωθεί από παντού επιχείρησαν έξοδο με τα γιαταγάνια τους. Στην προσπάθεια τους αυτή έπεσαν 300 κατά του Ν. Σπηλιάδην και 170 κατά του Χρ. Περραιβού αλλά σώθηκαν οι αρχηγοί. Στους πεσόντες συγκαταλέγονταν ο Αθηναίος Κατσίπης, ο γενναίος οπλαρχηγός ήρωας της Άμπλιανης Γ. Χαλκούμης, ο Θανασούλας Σουλιώτης, ο Αναγν. Κάρμας σύγγαμβρος του Γκούρα, ο Γιαννάκης Λεψίνας, γραμματεύς του Πανουργιά, οι στενοί συγγενείς του Πανουργιά Γραμματίκας, Κιτέας και Νίτσος. Άλλοι αγωνιστές του 1821 υπήρξαν ο Κόκκινος Κ., Κολάτης Θεοχ., Κοκόρης Δ., Κολοδήμος Δρόσος, Μαμαρέλης Κων., Παξινός Κων., Πολύγος Δημ., Τσαταλός Κωνσταντίνος.

Κατά την άλωση του Κάστρου των Σαλώνων έλαβαν μέρος 12 Πεντεορίτες. Στον πόλεμο του 1940, στις 10 Απριλίου του 1943, ο στρατός κατοχής των Ιταλών, που ήθελε να περάσει ανενόχλητος συνέλαβε κάποιους Πεντεορίτες και τους οδήγησε στην Άμφισσα, απαιτώντας να παρουσιαστεί ο Πρόεδρος του χωριού, για να τρομοκρατήσει τους κατοίκους και των γύρω περιοχών. Ο ίδιος υπό την απειλή αυτή παρουσιάστηκε ενώπιόν τους και ελευθερώθηκαν οι συγχωριανοί του, αυτός όμως θανατώθηκε.

Βουνιχώρα

Οι κάτοικοι ζουν εδώ από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ίσως και πιο παλιά. Στις αρχές ήταν χτισμένη στη θέση “Άγιος Νικόλαος ή Πλάκες”, νοτιότερα από ότι είναι σήμερα. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έδρασε προεπαναστατικά, στην περιοχή και ευρύτερα, ο ξακουστός ήρωας της Βουνιχώρας Μήτρος Βλαχοθανάσης, διάσημος αρματολός, που καταγόταν από τη Βουνιχώρα, ονομαστός για την ανδρεία του, όπου η δράση του κορυφώθηκε κατά την περίοδο των Ορλωφικών.

Πρωτοπαλίκαρό του είχε τον Ανδρούτσο, τον πατέρα του Οδυσσέα, μαζί με τον οποίο πολέμησε σε νικηφόρες μάχες εναντίον των Τούρκων στην Μονή των Βαρδουσίων και στα Πεντεόρια. Αργότερα μεταβίβασε το αρματολίκι στον Ανδρούτσο και τον ακολούθησε στην επιχείρηση εναντίον του Μουχτάρ πασά της Ναυπάκτου, όπου πολέμησε γενναία και τελικά φονεύτηκε μαζί με το πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου Γιάννη Ξυλικιώτη. Το κεφάλι του οι Τούρκοι το μετέφεραν στην Άμφισσα, για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. Την ανδρεία του και την ομορφιά του ύμνησαν τα Δημοτικά τραγούδια. Προς τιμή του τελούνται κατ΄έτος και το μήνα Αύγουστο τα “Βλαχοθανάσια”, που διοργανώνονται από τον ομώνυμο σύλλογο. Έτεροι αγωνιστές αυτής της περιόδου είναι: ο Δημ. Νικοθανάσης, ο Γιάννης Βουνιχωριώτης και ο Λαμπέτης, πρωτοπαλίκαρο του, εξ Αγίας Ευθυμίας, Αστραπόγιαννου.

Ο Βουνιχωριάτης, ή Βουνιχωριώτης Ιωάννης πολέμησε τους Τούρκους στο διάστημα από το 1750 έως το 1760 σε διάφορες περιοχές και κυρίως στο Λιδορίκι, Μαλανδρίνο και στα Σάλωνα. Άλλοι αγωνιστές του 1821 φέρονται οι Μαργαρίτης Γ., Κοντολούκος Κύρκος, Κοτρώνης Ι., Κουμπούρης Νικ., Ποντίκας Δημ., Τσονάκας Παναγιώτης.

Κατά την Ιταλογερμανική κατοχή (1941-1944) και συγκεκριμένα στις 10 Απριλίου 1943 κάηκε το χωριό από τους Ιταλούς και εκτελέστηκαν 33 άτομα. Για τη θυσία αυτή η Βουνιχώρα πρόσφατα αναγνωρίστηκε από την Ελληνική πολιτεία Μαρτυρικό χωριό και καθιερώθηκε ως μέρα τοπικής γιορτής η Λαμπροδευτέρα (δεύτερη μέρα του Πάσχα).

Στο σεισμό του 1580 καταστράφηκε, όπως και όλη η περιοχή, που τότε ήταν δασώδης. Το έτος 1854 γινόμενη νεροποντή κατέκλυσε το χωριό, παρέσυρε πολλά νοικοκυριά και σημειώθηκε πνιγμός ενός ατόμου. Έκτοτε η βόρεια-βορειοδυτική περιοχή προστατεύθηκε και έγινε ένα δασύ δάσος.

Άγιοι Πάντες

Αγωνιστής του 1821 φέρεται ο Βιδαβιώτης Ηλίας, ο οποίος φονευθεί στις μάχες και τον οποίο τραγούδησε η Λαϊκή Μούσα.

Πηγή κειμένου: Δήμος Γαλαξιδίου